- αϊδάριση
- η [αϊδάρω]βοήθεια, ενίσχυση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αϊδάρω — και αϊδαρίζω βοηθώ, ενισχύω (στίχ. «αϊδάρετέ με τ ορφανό να χτίσω μοναστήρι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ενετ. aidar «βοηθώ». ΠΑΡ. αϊδαρίζω, αϊδάριση, αϊδαριστής] … Dictionary of Greek